αηδονιδεύς

αηδονιδεύς
ἀηδονιδεύς, ο (Α)
νεοσσός τής αηδόνας, αηδονάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀηδών, -όνος + υποκοριστική / γονεωνυμική κατάλ. -ιδεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀηδονιδεύς — young nightingale masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀηδονιδῆες — ἀηδονιδεύς young nightingale masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”